χιονομάζα

χιονομάζα
η снежная месса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χιονομάζα" в других словарях:

  • χιονόμαζα — η, Ν μάζα από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μάζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»